θερινός

θερινός
-ή, -ό (ΑΜ θερινός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο»)
2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή»
β) «θερινά ενδύματα»)
3. φρ. «θερινή ώρα» — η τοποθέτηση τών δεικτών τού ρολογιού κατά μία ώρα μπροστά από την κανονική σε πολλές χώρες τού κόσμου και ειδικότερα τού Βόρειου Ημισφαιρίου από τα τέλη Μαρτίου ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, αναλογικά προς το χειμερινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θερινός — Aër. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινός — ή, ό καλοκαιρινός: Θερινή στολή. – Θερινές διακοπές. – Θερινή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερινά — θερινός Aër. neut nom/voc/acc pl θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc/acc dual θερινά̱ , θερινός Aër. fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινῶν — θερινός Aër. fem gen pl θερινός Aër. masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινόν — θερινός Aër. masc acc sg θερινός Aër. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριναῖς — θερινός Aër. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεριναί — θερινός Aër. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖς — θερινός Aër. masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖσι — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερινοῖσιν — θερινός Aër. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”