- θερινός
- -ή, -ό (ΑΜ θερινός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο»)2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή»β) «θερινά ενδύματα»)3. φρ. «θερινή ώρα» — η τοποθέτηση τών δεικτών τού ρολογιού κατά μία ώρα μπροστά από την κανονική σε πολλές χώρες τού κόσμου και ειδικότερα τού Βόρειου Ημισφαιρίου από τα τέλη Μαρτίου ώς τα τέλη Σεπτεμβρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, αναλογικά προς το χειμερινός].
Dictionary of Greek. 2013.